Φύκια ή μεταξωτές κορδέλες;
Έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει. Απ' αυτή τη ζήλεια που σε πιάνει το παράπονο. Σαν τα παιδιά που στραβώνουν τα χείλια και τα δάκρυα αναβλύζουν αυθόρμητα. Αυτή η ζήλεια που σε τσιμπάει σαν καρφίτσα και σκέφτεσαι πως η ζωή μπορεί και να είναι άδικη...
Χρόνια τώρα είμαι της άποψης πως ο καθένας μας φτιάχνει τη μοίρα του. Η ζωή απλά επιβεβαιώνει τις όποιες επιλογές και τους όποιους φόβους σου.
Κι όμως, φάνηκε για λίγο, πως σε "κάποιον" κάνει χάρες. Χάρηκα γι' "αυτόν", αλλά πικράθηκα για την αδικία. Τέλος πάντων, πάμε γι' αλλα, είπα, ίσως και να ήτανε χρωστούμενα... Όχι ότι το πίστεψα κιόλας...
Μεταξωτές κορδέλες ανέμιζαν στο πέρασμα του "κάποιου"! Κατάφερα να απωθήσω το παράπονό μου, να το εξοστρακίσω από μέσα μου. Έτσι, ένιωθα καλύτερα, ξαστέρωσε το πρόσωπο, ίσιωσε το παραπονεμένο στόμα, χαιρόμουν πραγματικά με τις χρωματιστές μεταξωτές κορδέλες που ανέμιζαν, αλλά συνέχισα με τις δικές μου επιλογές, χωρίς να ξανασκεφτώ αν οι αρχές μου ήταν αμφισβητούμενες.
Την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε τρόμαξα με την αλλαγή. Που δεν ήταν αλλαγή, ήταν η πραγματικότητα. Κι αναρωτήθηκα, αν η ζήλεια τυφλώνει ή κουφαίνει. Γιατί πως αλλιώς δεν έβλεπα τις υποψίες μου και πως δεν άκουγα τα ουρλιαχτά της μικρής φωνής μέσα μου; Και γιατί δεν τόλμησα να τα μοιραστώ με τον "κάποιον" που ζούσε σκαρφαλωμένος σε ροζ σύννεφα;
Οι μεταξωτές κορδέλες ήταν φύκια. Γλοιώδη και αποκρουστικά. Και κρέμονταν παντού πάνω "του". Ντράπηκα αφόρητα για τη ζήλεια που με τσίμπαγε. Ντράπηκα που αντίκρυσα αυτή τη γωνιά της ψυχής μου. Αλλά ένιωσα κι υπερηφάνεια που δεν άφησα τον σκοτεινό ίσκιο της άλλης μου πλευράς να με καταπιεί. Γιατί κάθε μέρα μαθαίνω πως είμαστε φτιαγμένοι από σκοτάδι και φως!!!
Χρόνια τώρα είμαι της άποψης πως ο καθένας μας φτιάχνει τη μοίρα του. Η ζωή απλά επιβεβαιώνει τις όποιες επιλογές και τους όποιους φόβους σου.
Κι όμως, φάνηκε για λίγο, πως σε "κάποιον" κάνει χάρες. Χάρηκα γι' "αυτόν", αλλά πικράθηκα για την αδικία. Τέλος πάντων, πάμε γι' αλλα, είπα, ίσως και να ήτανε χρωστούμενα... Όχι ότι το πίστεψα κιόλας...
Μεταξωτές κορδέλες ανέμιζαν στο πέρασμα του "κάποιου"! Κατάφερα να απωθήσω το παράπονό μου, να το εξοστρακίσω από μέσα μου. Έτσι, ένιωθα καλύτερα, ξαστέρωσε το πρόσωπο, ίσιωσε το παραπονεμένο στόμα, χαιρόμουν πραγματικά με τις χρωματιστές μεταξωτές κορδέλες που ανέμιζαν, αλλά συνέχισα με τις δικές μου επιλογές, χωρίς να ξανασκεφτώ αν οι αρχές μου ήταν αμφισβητούμενες.
Την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε τρόμαξα με την αλλαγή. Που δεν ήταν αλλαγή, ήταν η πραγματικότητα. Κι αναρωτήθηκα, αν η ζήλεια τυφλώνει ή κουφαίνει. Γιατί πως αλλιώς δεν έβλεπα τις υποψίες μου και πως δεν άκουγα τα ουρλιαχτά της μικρής φωνής μέσα μου; Και γιατί δεν τόλμησα να τα μοιραστώ με τον "κάποιον" που ζούσε σκαρφαλωμένος σε ροζ σύννεφα;
Οι μεταξωτές κορδέλες ήταν φύκια. Γλοιώδη και αποκρουστικά. Και κρέμονταν παντού πάνω "του". Ντράπηκα αφόρητα για τη ζήλεια που με τσίμπαγε. Ντράπηκα που αντίκρυσα αυτή τη γωνιά της ψυχής μου. Αλλά ένιωσα κι υπερηφάνεια που δεν άφησα τον σκοτεινό ίσκιο της άλλης μου πλευράς να με καταπιεί. Γιατί κάθε μέρα μαθαίνω πως είμαστε φτιαγμένοι από σκοτάδι και φως!!!
0 Comments:
Post a Comment
<< Home