Χαμίνι

10 Sept 2011

Άναψε το τσιγάρο, τράβηξε μια απότομη ρουφηξιά, έκλεισε αργά τα μάτια, ανασήκωσε λίγο το κεφάλι και φύσηξε δυνατά τον καπνό στον αέρα। Το άσπρο σύννεφο θόλωσε για λίγο το κενό και ύστερα διαλύθηκε αφήνοντας να αιωρείται μια υποψία αρώματος। Δεν είχε ύπνο! Από το μισάνοιχτο παράθυρο έμπαινε στο δωμάτιο η μυρωδιά της νύχτας। Η βραδυνή ησυχία, έγινε κομμάτια από το θόρυβο της μηχανής του απορριματοφόρου του δήμου, από τα σκουπίδια που έπεφταν και ύστερα πάλι τίποτε। Μόνο οι χτύποι του ρολογιού... ή μήπως της συνείδησής του; Έστησε αυτί για μια στιγμή κρατώντας την ανάσα του... Όχι, η συνείδησή του ήταν ξύπνια αλλά δεν χτυπούσε ρυθμικά। Τικ τακ, τικ τακ, χτυπούσε μόνο ο χρόνος... Αυτός ο χρόνος που παρέσερνε στο χτύπημά του όλες τις απωλεσθείσες στιγμές। Τις σημαντικές στιγμές που πέρασαν και δεν άφηναν περιθώριο να διορθώσει όσα δεν τον άφηναν να κοιμηθεί। Τίναξε τη στάχτη με μια κίνηση, που λες και όλα τα λάθη του είχαν καεί μαζί με τα θρυμματισμένα φύλλα του καπνού, και τόσο απλά, τόσο εύκολα μπορούσε να τα ξεφορτωθεί στο άδειο σταχτοδοχείο। Άφησε το τσιγάρο να καίγεται ανύποπτα παρακολουθώντας τον καπνό να ανεβαίνει σαν στήλη προς το ταβάνι। Δεν είχε νόημα να κάθεται εκεί। Τίποτε δεν διορθωνόταν... Ζούληξε την κάφτρα που αιφνιδιάστηκε και σκόρπισε για λίγο μικρές πορτοκαλιές λάμψεις। Ύστερα έσβησε αφήνοντας μαύρα αποτυπώματα που έμοιαζαν με ίχνη φρεναρίσματος στην άσφαλτο... Εκείνος δεν έκανε τον κόπο να τα σβήσει, τα άφησε να μαρτυρούν πως ακόμη μερικές στιγμές είχαν τρέξει με ταχύτητα να προλάβουν το χρόνο, αλλά μάταια। Σηκώθηκε αποφασιστικά। Έκλεισε το παράθυρο για να μην εισβάλλει άλλο σκοτάδι στο δωμάτιο, για να μείνει η νύχτα έξω παραπονεμένη και έσυρε τα πόδια του ξανά μέχρι το κρεββάτι, όπου ευχόταν να κοιμάται ανέμελα η λύτρωσή του...

4 July 2011

Τώρα!

Γελούσαμε κάποτε... μιλούσαμε... για ότι μας πήγαινε μια μέρα ακόμη μπροστά, μια νύχτα πίσω! Γελούσαμε! Ρωτούσαμε! Ήμασταν ερωτευμένοι με τη ζωή! Διψούσαμε κάποτε... για ότι ήταν να φέρει ο χρόνος, ότι ήταν να φέρει ο δρόμος... Και περπατούσαμε... μονοπάτια κρυφά, ένας-ένας, δύο-δύο... Κοιτούσαμε δίπλα μας, πίσω μας, απλώναμε το χέρι...


Τώρα ακούγεται μόνο μια βαριά σιωπή, κάτι έρχεται, κάτι περιμένουμε... Ακίνητοι, μόνο ο χρόνος τρέχει! Στεκόμαστε κι αφουγκραζόμαστε. Μα τίποτε!


Θυμάμαι! Μάλλον μεγάλωσα! Τα όνειρα θάμπωσαν! Οι φίλοι σώπασαν, σώπασα κι εγώ...


Κι όμως, θέλω να σπάσω αυτή τη σιωπή που με κουφαίνει... Θέλω ν' ακούσω ξανά...


Ξέρω πως εκείνα τα λόγια πέθαναν... Ξέρω πως αλλάξαμε... Αλλά όσο εμείς ακόμα ζούμε, πάντα θα υπάρχουν λόγια, άλλα, πιο δυνατά, πιο σοφά, πιο αγαπημένα...


1, 2, 3! Βουτάω!

4 June 2009

Και νόμιζες πως έχεις ταξιδέψει…
Και πως της μοίρας γνώριζες τα πονηρά τερτίπια…
Ένα παιδί! Μουτζουρωμένα μάγουλα… Μάτια θεόρατα ανοιγμένα…

Εσύ ήσουν χτες; Δεν σε γνωρίζω! Ήσουν εδώ; Κι εγώ; Που ήμουν;

Μήνες ολόκληροι σταματημένο το μυαλό. Θέλω να φύγω. Να βρεθώ σε μονοπάτια γνώριμα.

Μην κάνεις πίσω.
Θυμάσαι;
Τίποτε δεν άφησες να ζει.
Πίσω είναι μόνο τα σκοινιά που έκοψες.
Βούτα στο ρέμα και κολύμπα.

Λόγια… Τόσα λόγια! Και δάκρυα! Κι απελπισία.

Μα είναι οι επιθυμίες μας φτερά. Πιο δυνατά απ’ του καιρού τα τρομερά χτυπήματα. Πέταξα! Τόσο ψηλά που δεν το είχα καν ονειρευτεί. Κι εσύ πετούσες δίπλα μου. Σε άγγιζα με την άκρη της ψυχής μου. Πετάξαμε στο σκοτάδι, χωρίς σχέδιο, χωρίς προορισμό και φτάσαμε μέχρι εκεί που φαίνεται να ξημερώνει.

Ήταν ένα ταξίδι οδυνηρό. Φορές τα μανιασμένα κύματα σηκώνονταν και μας τραβούσαν στο βυθό. Μέρες που έμοιαζε να τελειώνει το μαρτύριο κι ύστερα πιο βαθιά να μας τραβά. Ένα ταξίδι ομηρικό…

Μα είναι οι επιθυμίες μας θεριό. Παλεύει με ορμή και πείσμα μέχρι να φτάσει στη νίκη ή στο χαμό.

Τίποτε δεν τελειώνει, μα τίποτε δεν μπορεί να μείνει και μισό……

20 Oct 2008

Τώρα...

Μα δεν υπάρχει θάνατος όταν έχεις ήδη αποχωριστεί απ’ τον εαυτό σου. Όταν τον έχεις αποθέσει σε άλλο σώμα.

Και δεν αφήνεις να χαθεί ούτε μια ανάσα, όταν στο σώμα σου χτυπά με πάθος μια καρδιά, που δεν γεννήθηκε μαζί σου, αλλά μοιράζεται τους χτύπους της δικής σου.

Στιγμές και σκέψεις σαν κινηματογραφικά στιγμιότυπα. Περνούν και χάνονται στο σκοτάδι. Σαν καρφίτσες κεντρίζουν τη μνήμη. Όμως, ο έρωτας είναι πιο δυνατός ακόμη κι απ’ τον θάνατο. Τώρα…

Αγάπα καρδιά μου, ΔΥΝΑΤΑ

Κι αν είναι να χάσουμε ξανά ό,τι αγαπήσαμε, αν είναι να πονέσουμε, να θρηνήσουμε, ας έχουμε ήδη γίνει στάχτη απ΄το ηφαίστειο που καίει τη σάρκα και ελευθερώνει τα πιο μύχια μυστικά!

Προορισμός, έτσι κι αλλιώς, η κόλαση!!!

14 Oct 2008

Νύχτωσε πάλι...

Κρατάω την ανάσα μου ν' ακούσω το βήμα σου.

Έρχεσαι ή φεύγεις;

Στο στέρνο μου χτυπάει η φλέβα που μέσα της έτρεξε όλο το φαρμάκι του κόσμου. Μα δεν θυμάμαι πια! Πως πέθανα; Πως αναστήθηκα; Πέρασε ένας αιώνας.

Τώρα κι αύριο θα χτυπάει πάλι η καρδιά μου κι ίσως, που και πού, να χάνει ένα χτύπο. Απλά για να μην ξεχνάω πως πάντα παραμονεύει κάπου εδώ γύρω ένας μικρός ή ένας μεγάλος θάνατος

12 Oct 2008

Μην κοιμάσαι!

Ας ήσουν απόψε εδώ δίπλα μου, να αισθάνομαι τη ζέστη του κορμιού σου,
Ν' αναπνέω τ' άρωμά σου, ν' αγγίζω τη σάρκα που δεν βλέπω, μα ξέρω πως να τη φαντάζομαι...

Ας μίλαγες! Ας έφταναν στ' αυτιά μου οι ήχοι απ' τις λέξεις σου που δεν θα άκουγα μα θα μ' έπαιρναν απ' το χέρι να περιπλανιόμαστε.

Ένα στιχάκι περιμένει να συγοσφυρίξεις. Μια απάντηση στέκεται στην άκρη των χειλιών μου κι ένα χαμόγελο φωτίζει τόσο δυνατά τη νύχτα που με ξαγρυπνάει...

Μην κοιμάσαι. Ταξίδεψε να με συναντήσεις εκεί που τίποτε δεν μπορεί να μένει και τίποτε δεν χάνεται.

Ας σκόρπαγες τις σκέψεις μου στον αέρα που ανοίγει τα παράθυρα. Ας τις έπνιγε η βροχή εκείνη που με παρέσυρε στο πουθενά...

Ας ήσουν απόψε ένα αστέρι που πέφτει. Κι εγώ θα σήκωνα τα μάτια και θα καιγόμουν. Θα έλιωνα... Δεν θα υπήρχα ποτέ πια όπως τώρα.

Κι όμως νιώθω τα δάχτυλά μου να χτυπάνε τα γράμματα, μα δεν τ' αναγνωρίζω. Τα μάτια ακουμπάνε σε οράματα και τρέχουν πίσω από τις λέξεις να τις κρύψουν.

Ν' αναγνωρίζεις μόνο εσύ τι λέγεται και πως!

14 Nov 2007

Καληνύχτα

Ένα στρωμένο κρεβάτι κι ένα παράθυρο ανοιχτό
ν' ακούγονται που αλυχτούν οι σκύλοι μεσ' στη νύχτα.

Καθώς αρχίζουν να χτυπάνε στο τζάμι οι στάλες της βροχής
αρχίζει και το τραγούδι ν' ακούγεται από κάπου μέσα σου βαθειά.

Το ξέρω δεν κοιμάσαι. Το ξέρω, το νιώθω μέσα στο κεφάλι μου.
Το ξέρουν κοι λέξεις που σχηματίζονται βουβά
κι έρχονται σαν αερικά να απλωθούν στο μαξιλάρι σου.
Να σε γλυτώσουν απ' της νύχτας τις θολές σκιές,
αυτές που κάθε βράδυ τρυπώνουν στα όνειρά σου
και με γινάτι προσπαθούν να με ξορκίσουν... Μάταια!

Εδώ είμαι! Τόσο κοντά και τόσο μακρυά όσο διάλεξες.

Εκεί είμαι! Εκεί που άνοιξες μια χαραμάδα να εισβάλω.
Εκεί που το φως δεν μπορεί να νικηθεί. Και θα μείνω.