Άναψε το τσιγάρο, τράβηξε μια απότομη ρουφηξιά, έκλεισε αργά τα μάτια, ανασήκωσε λίγο το κεφάλι και φύσηξε δυνατά τον καπνό στον αέρα। Το άσπρο σύννεφο θόλωσε για λίγο το κενό και ύστερα διαλύθηκε αφήνοντας να αιωρείται μια υποψία αρώματος। Δεν είχε ύπνο! Από το μισάνοιχτο παράθυρο έμπαινε στο δωμάτιο η μυρωδιά της νύχτας। Η βραδυνή ησυχία, έγινε κομμάτια από το θόρυβο της μηχανής του απορριματοφόρου του δήμου, από τα σκουπίδια που έπεφταν και ύστερα πάλι τίποτε। Μόνο οι χτύποι του ρολογιού... ή μήπως της συνείδησής του; Έστησε αυτί για μια στιγμή κρατώντας την ανάσα του... Όχι, η συνείδησή του ήταν ξύπνια αλλά δεν χτυπούσε ρυθμικά। Τικ τακ, τικ τακ, χτυπούσε μόνο ο χρόνος... Αυτός ο χρόνος που παρέσερνε στο χτύπημά του όλες τις απωλεσθείσες στιγμές। Τις σημαντικές στιγμές που πέρασαν και δεν άφηναν περιθώριο να διορθώσει όσα δεν τον άφηναν να κοιμηθεί। Τίναξε τη στάχτη με μια κίνηση, που λες και όλα τα λάθη του είχαν καεί μαζί με τα θρυμματισμένα φύλλα του καπνού, και τόσο απλά, τόσο εύκολα μπορούσε να τα ξεφορτωθεί στο άδειο σταχτοδοχείο। Άφησε το τσιγάρο να καίγεται ανύποπτα παρακολουθώντας τον καπνό να ανεβαίνει σαν στήλη προς το ταβάνι। Δεν είχε νόημα να κάθεται εκεί। Τίποτε δεν διορθωνόταν... Ζούληξε την κάφτρα που αιφνιδιάστηκε και σκόρπισε για λίγο μικρές πορτοκαλιές λάμψεις। Ύστερα έσβησε αφήνοντας μαύρα αποτυπώματα που έμοιαζαν με ίχνη φρεναρίσματος στην άσφαλτο... Εκείνος δεν έκανε τον κόπο να τα σβήσει, τα άφησε να μαρτυρούν πως ακόμη μερικές στιγμές είχαν τρέξει με ταχύτητα να προλάβουν το χρόνο, αλλά μάταια। Σηκώθηκε αποφασιστικά। Έκλεισε το παράθυρο για να μην εισβάλλει άλλο σκοτάδι στο δωμάτιο, για να μείνει η νύχτα έξω παραπονεμένη και έσυρε τα πόδια του ξανά μέχρι το κρεββάτι, όπου ευχόταν να κοιμάται ανέμελα η λύτρωσή του...
0 Comments:
Post a Comment
<< Home