Πονάω κάθε φορά που κάτι χάνεται. Κάθε φορά που έρχεται ένα τέλος. Κάθε φορά που κάνοντας ένα βήμα μπροστά, κάτι μένει πίσω, κάτι που δεν έχει προοπτική ν’ ακολουθήσει, κάτι που θα βιώσει έναν κάποιο θάνατο…
Με πονάει όταν πεθαίνει οτιδήποτε αγκάλιαζα με αγάπη. Οτιδήποτε οικείο, ζεστό, φωτεινό, οτιδήποτε είχε κερδίσει την καρδιά μου. Αυτήν που σκίζεται όταν ανακαλύπτει, όχι πως κάτι έπαψε πια να υπάρχει, αλλά όταν, ανήμπορη να παρέμβει, παρακολουθεί το θάνατό του.
Κι όμως! Έτσι είναι η ελευθερία. Σκληρή και αδυσώπητη. Και πονάει… Όπως πονάει η μάνα όταν πρέπει ν’ αφήσει το στερνοπούλι της να πετάξει μόνο. Δεν ξέρω αν πονάει γιατί παύει πια να είναι δικό σου ή γιατί τότε πληγώνεται παράφορα ο εγωισμός και η αλαζονεία και ματώνει αυτή η παράλογη επιθυμία να εξουσιάζεις τα πράγματα της ζωής σου…
Γι’ αυτό, ακόμη και αν αυτό το κάτι χανόταν γιατί πέταξε πολύ πιο ψηλά από μένα, πιο κοντά στις δικές του επιθυμίες, πάλι σαν θάνατο θα το βίωνα. Και θα γελούσα και θα δάκρυζα μαζί!
Με πονάει όταν πεθαίνει οτιδήποτε αγκάλιαζα με αγάπη. Οτιδήποτε οικείο, ζεστό, φωτεινό, οτιδήποτε είχε κερδίσει την καρδιά μου. Αυτήν που σκίζεται όταν ανακαλύπτει, όχι πως κάτι έπαψε πια να υπάρχει, αλλά όταν, ανήμπορη να παρέμβει, παρακολουθεί το θάνατό του.
Κι όμως! Έτσι είναι η ελευθερία. Σκληρή και αδυσώπητη. Και πονάει… Όπως πονάει η μάνα όταν πρέπει ν’ αφήσει το στερνοπούλι της να πετάξει μόνο. Δεν ξέρω αν πονάει γιατί παύει πια να είναι δικό σου ή γιατί τότε πληγώνεται παράφορα ο εγωισμός και η αλαζονεία και ματώνει αυτή η παράλογη επιθυμία να εξουσιάζεις τα πράγματα της ζωής σου…
Γι’ αυτό, ακόμη και αν αυτό το κάτι χανόταν γιατί πέταξε πολύ πιο ψηλά από μένα, πιο κοντά στις δικές του επιθυμίες, πάλι σαν θάνατο θα το βίωνα. Και θα γελούσα και θα δάκρυζα μαζί!