Χαμίνι

26 July 2006

Πονάω κάθε φορά που κάτι χάνεται. Κάθε φορά που έρχεται ένα τέλος. Κάθε φορά που κάνοντας ένα βήμα μπροστά, κάτι μένει πίσω, κάτι που δεν έχει προοπτική ν’ ακολουθήσει, κάτι που θα βιώσει έναν κάποιο θάνατο…

Με πονάει όταν πεθαίνει οτιδήποτε αγκάλιαζα με αγάπη. Οτιδήποτε οικείο, ζεστό, φωτεινό, οτιδήποτε είχε κερδίσει την καρδιά μου. Αυτήν που σκίζεται όταν ανακαλύπτει, όχι πως κάτι έπαψε πια να υπάρχει, αλλά όταν, ανήμπορη να παρέμβει, παρακολουθεί το θάνατό του.

Κι όμως! Έτσι είναι η ελευθερία. Σκληρή και αδυσώπητη. Και πονάει… Όπως πονάει η μάνα όταν πρέπει ν’ αφήσει το στερνοπούλι της να πετάξει μόνο. Δεν ξέρω αν πονάει γιατί παύει πια να είναι δικό σου ή γιατί τότε πληγώνεται παράφορα ο εγωισμός και η αλαζονεία και ματώνει αυτή η παράλογη επιθυμία να εξουσιάζεις τα πράγματα της ζωής σου…

Γι’ αυτό, ακόμη και αν αυτό το κάτι χανόταν γιατί πέταξε πολύ πιο ψηλά από μένα, πιο κοντά στις δικές του επιθυμίες, πάλι σαν θάνατο θα το βίωνα. Και θα γελούσα και θα δάκρυζα μαζί!

21 July 2006

Ξέχασα τα ταξίδια πάνω από τις θάλασσες. Μέσα στο βλέμμα σου που φωτίζει τις σκιές μου ταξιδεύω...

Και ταξιδεύω... Και περνάει ο καιρός, σαν τίποτε άλλο να μην είναι να έρθει ποτέ πια.

Κι ότι περίμενα, δεν αναζητώ. Μονάχα ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά. Μονάχα ονειρεύομαι κάθε σου σκέψη να γνωρίσω.

Πιο σκοτεινά δεν είναι πουθενά κι όμως...
Πιο καθαρά ποτέ δεν έβλεπα...

Κάθε σου σκέψη να γνωρίσω... Και νόημα δεν έχει πια, γιατί αυτό που τώρα συμβαίνει είναι μια θάλασσα που ξεχειλίζει και ξερνά κάθε μου σκέψη. Πάνω στην άμμο τη στεγνή ξεβράζεται και παίρνει σχήματα τρελά.

Κάθε μου σκέψη ψήνεται κάτω απ' τον ήλιο και στεγνώνει. Κι ότι μένει δεν έχει σημασία πια.

Και ταξιδεύω στα άδυτα, στα σκοτεινά και μεσ' στο βλέμμα σου που με γνωρίζει πια τόσο καλά!

11 July 2006















Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που γίνονται τα θαύματα. Αρκεί να μην παύεις να πιστεύεις σ' αυτά!

6 July 2006

Πως;

Σπασμένη φωνή, κομμάτια γυαλί
Κι ένας αέρας να ρίχνει τα φύλλα στη γη
Σκόρπια ψυχή, πότ’ εδώ, πότ’ εκεί
Δρόμοι παντού, να πάω που;
Φεύγω, γυρίζω, σαν εκδρομή
Όπου κι αν πάω σε έχω μαζί
Μεσ’ στο μυαλό μου στίχοι βουβοί
Γεμίζουν με λόγια κάθε μου ευχή:
«Αχ, να ‘σουν αλλιώς. Αλλιώς απ’ ότι σ’ έχει πλάσει ο Θεός…»
Κι ύστερα πως;
Κάθε στιγμή χαρά τρελή, βαθειά πληγή
Ας μάθαινα,
πως μπορεί η ζωή
να είναι απλή…

4 July 2006

Σιγά τις πόρτες!




Κλείνοντας την πόρτα, αφήνεις αυτούς που σ’ ενοχλούν απ’ έξω, ή μήπως αυτοί σε φυλακίζουν μέσα;

Πόρτα δεν έχω κλείσει σε κανένα ζωντανό πλάσμα ποτέ. Παρόλο που πολλές φορές έσπασα στις πόρτες των άλλων τα μούτρα μου.

Σιγά τα ωά. Δεν με ταΐζει κανείς και σε κανέναν δε χρωστάω… Δική τους η πόρτα, δική τους και η απόφαση.

Έτσι λέω να κάνω και τώρα. Θα τα πληρώσω τα σπασμένα, θα καταπιώ το θυμό μου, θ’ αλλάξω σχέδια, θα βρω κι αλλού πορτοκαλιές να κάνουν πορτοκάλια. Τι είχαμε, τι χάσαμε;

Είναι όμως να μη με πιάσει το πείσμα μου, γιατί έχω κι ένα ξεροκέφαλο… άλλο πράγμα! Την πόρτα θα την έχω ανοιχτή, αλλά «βάρδα» και φυσήξει κάνα μελτεμάκι και πάρουν κανέναν τα αίματα…