Χαμίνι

30 Oct 2007

Οδηγώ προς το σπίτι προσπαθώντας να διακρίνω λεπτομέρειες μέσα απ' τα βουρκωμένα μάτια μου...

"Κι όμως" λέω στον εαυτό μου "πρέπει κάθε μέρα να γιορτάζουμε μια νίκη. Μια έστω, μικρή μικρή νίκη ανάμεσα στις ήττες μας."


Και οι λεπτομέρειες έγιναν ξανά ευδιάκριτες μέσα απ' το τζάμι.


Χαμόγελο!

24 Oct 2007

Κάθε που βρέχει γίνονται οι στάλες χρωματιστές σαπουνόφουσκες που καθρεφτίζουν το ουράνιο τόξο.

Θυμάμαι να φυσάω το στρογγυλό κλειδί. Να το ξαναβουτάω στο ποτήρι. Ήχος καμπανιστός το ανακάτεμα, σαν μουσική από κάλαντα.

Κάθε που βρέχει ανακατεύονται τα δάκρυα μας με κείνα των μακρυνών προγόνων μας. Συγχωρεμένα όλα τα λάθη μας. Μαθαίνουμε με πόνο, μα η χαρά είναι ένα δώρο που δεν ζυγίζεται με μέτρο τι έχεις χάσει.

Σε περιμένω να γυρίσεις. Βρέχονται τα μαλλιά και τα πάνινα παπούτσια μου. Στάλες βροχής σκαλώνουν πάνω στις βλεφαρίδες μου και όλα φαίνονται γύρω μου μεγάλα.

Ανακατεύω τα σκουπίδια μιας ζωής. Δεν είναι αντάξιός μου ο θησαυρός που απαστράπτει μεσ' στη βρωμιά και τη σαπίλα. Ακόμη κι έτσι όμως, θα τον κρατήσω αλώβητο απ' τη μοίρα των ανθρώπων...

Μυστικά και ψέματα

8 Oct 2007

Τώρα!

Ό,τι σε κάνει να ελπίζεις σε καλύτερες μέρες σου στερεί την επιλογή να ζήσεις καλύτερες μέρες.

Αυτή ήταν η κυρίαρχη σκέψη που τρύπωσε στο μυαλό μου όταν διάβασα:
Το μέλλον σε απαλλάσσει απ’ τη ζωή.


Ελπίζεις... πως κάποτε όλα θ' αλλάξουν μαγικά. Πως το "αύριο" που θα ξημερώσει θα φέρει όσα σου στερεί το σήμερα. Και παλεύεις να ετοιμαστείς για ένα μέλλον που δεν θα γνωρίσεις ποτέ. Το μόνο που θα μείνει θα είναι η επιθυμία να νιώσεις την γεύση από το όνειρο που ποτέ δεν ξύπνησες για να το θυμηθείς.

Γιατί, όπως γράφει κάποιος μέσα στα παραμύθια του
Γιατί η ελπίδα δεν είναι αντίθετο του φόβου, είναι ένα με το φόβο.


Ας κάψουμε τις ελπίδες σε μιαν άγρια φωτιά, που θα φωτίσει τις μέρες που αφήνουμε να πεθαίνουν χωρίς να νοιαζόμαστε πια γι' αυτές. Ας κάψουμε τις ελπίδες μας για να αντικρύσουμε με ειλικρίνεια τη μαυρίλα που μας τυλίγει σήμερα κι ας μην περιμένουμε ένα αύριο που δεν γνωρίζουμε εάν θα έρθει...

5 Oct 2007

Και ταξιδεύω πάλι...

Άλλαξε ο καιρός. Άνοιξες τη φούχτα σου και γέμισε ο αέρας λόγια τρυφερά.
Κύλησαν μέσα στ’ αυτιά μου κι έφτασαν εκεί που εγώ δεν ξέρω πώς να φτάσω.

Είχα τα μάτια κλειστά για να βλέπω μόνο τις λέξεις σου να γίνονται οπτασίες.
Κι εκείνες, μικρά πονηρά πλάσματα, ξάπλωναν πάνω στα βλέφαρά μου και τα βάραιναν. Δεν υπήρχε τοίχος, ούτε οροφή, ούτε πάτωμα… Μόνο ένα ανοιχτό παράθυρο απ’ όπου δραπέτευε η ψυχή για να πάρει το δρόμο που μόνο εκείνη ήξερε πώς να τον ονειρευτεί.

Είχα κλειστά τα μάτια για να βλέπω μόνο το χρώμα στη φωνή σου να βάφει ζωηρά κάθε μικρή, ξεχασμένη ανάμνηση και να φωτίζει ό,τι είχα σκεπάσει με το γκρίζο ή το μαύρο της θλίψης. Δεν υπήρχε πια πόνος, ούτε θυμός, ούτε παραίτηση… Μόνο η επιθυμία να ακουστεί ένα χαρούμενο παιδικό γέλιο σαν κουδούνισμα παλιού ποδήλατου.

Άλλαξε ο καιρός. Χαμήλωσε κι αυτός ακόμη ο ουρανός. Κι έφτασα ν’ αδραχτώ από ένα σύννεφο. Και ταξιδεύω πάλι.

3 Oct 2007

Ακόμη ψιθυρίζω, ενώ θα έπρεπε να μιλάω δυνατά.
Μα είναι ριζωμένο βαθιά το συναίσθημα της συστολής…
Αυτό που καθημερινά με αντιμάχεται και μου υπενθυμίζει την ανατροφή μου, πως δεν είναι ευγενικό, δεν είναι ευπρεπές να σημαδεύεις με το δάχτυλο, να κρίνεις και να κατακρίνεις.

Μα ως πότε θα είναι τόσο λίγοι οι άνθρωποι και θα περιπλανιούνται ανάμεσα στα «κτήνη»; Ως πότε πρέπει να εξηγώ σε αθώα αυτιά πως η αδικία, η έπαρση και η αδιαφορία δεν είναι ο κανόνας, μα η εξαίρεση… και να διαψεύδομαι;

Ως πότε ν’ αντικρύζω μάτια παιδικά να δακρύζουν μπρος στην κτηνωδία και να απολογούμαι;

Κι ύστερα, αναλογίζομαι τα λάθη μου και λέω πως είναι καθήκον μου να μιλήσω δυνατά. Πως είναι και δικό μου το φταίξιμο κι ας μην άναψα το σπίρτο κι ας μην κρατάω το όπλο...

2 Oct 2007

Θα είσαι...

Ήσουν στη σκέψη μου βροχή
Κατακλυσμός που έπνιγε τη θλίψη
Σταγόνες απ’ το γκρίζο ουρανό
Που άλλαζαν τα χρώματα μιας δύσης

Τώρα είσαι αέρας που περνά κλεφτά
Που φέρνει ευωδιά από χώμα μουσκεμένο
Κύμα πνοής που αφήνει στην καρδιά
Μιαν αναστάτωση σαν από όνειρο κομμένο

Θα είσαι πάντα ένα καράβι που μετρά
Την τραμουντάνα και την όστρια ζυγισμένο
Που χάραξε πορεία προς τ’ ανοιχτά
Απ’ τα λιμάνια και τους φάρους ξεχασμένο

Κι εγώ ένα πλεούμενο μικρό
Με άπειρο, μα γενναίο καπετάνιο
Ποντίζομαι στης μοίρας τα σκοτεινά νερά
Να μάθω στη ζωή τι είναι προορισμένο